χλαμυδοποιία

χλαμυδοποιία
χλᾰμῠδο-ποιία, ,
A making of χλαμύδες, Poll.7.33, 159, v.l. in X.Mem.2.7.6.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χλαμυδοποιία — χλαμυδοποιίᾱ , χλαμυδοποιία making of fem nom/voc/acc dual χλαμυδοποιίᾱ , χλαμυδοποιία making of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλαμυδοποιία — ἡ, Α η κατασκευή χλαμύδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλαμύς, ύδος + ποιία (< ποιός*)] …   Dictionary of Greek

  • χλαμυδοποιίαν — χλαμυδοποιίᾱν , χλαμυδοποιία making of fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλαμυδουργία — ἡ, Α [χλαμυδουργός] χλαμυδοποιία* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”